Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φόρμιγγα ἐ

См. также в других словарях:

  • φόρμιγγα — η / φόρμιγξ, ιγγος, ΝΜΑ παραλλαγή τής αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά… …   Dictionary of Greek

  • φόρμιγγα — η είδος κιθάρας ή άρπας στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρμιγγα — φόρμιγξ lyre fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγ' — φόρμιγγα , φόρμιγξ lyre fem acc sg φόρμιγγι , φόρμιγξ lyre fem dat sg φόρμιγγε , φόρμιγξ lyre fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίζω — (I) Ν (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμίζω «γίνομαι έξαλλος, χάνω τα λογικά μου», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ]. (II) Α [φόρμιγξ, ιγγος] (ποιητ. τ.) 1. παίζω τη φόρμιγγα 2. (με αιτ.) εκτελώ μουσικό… …   Dictionary of Greek

  • BARBITOS — apud Horat. l. 1. Carm. od. 1. v. 34. Lesboum refugis tendere barbiton: Instrumentum Lyricum, quod tribus tendebatur chordis, quô multum usa Sappho et Alcaeus. Sonus ei exstitit gravis et aptus Doriis: quocirca Pollux etiam βαρύμιτον dictum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… …   Dictionary of Greek

  • άχορδος — η, ο (Α ἄχορδος, ον) [χορδή] νεοελλ. ο χωρίς χορδές αρχ. 1. άμουσος, μη αρμονικός 2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές) …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»